«Τούλα Ιστόβ»

2020-06-11

                     Δὲ μᾶς ἀφήνουν Ῥόμπσον νὰ τραγουδᾶμε δὲ μᾶς ἀφήνουν καναρίνι....                                                              δὲ μᾶς ἀφήνουν νὰ ψηλώσουμε φωνή:Ναζὶμ Χικμέτ/Φωτογραφία: ©Πάνος Κεφαλάς 

Κοζάνη, 10 Ιουνίου 2020  

«Είναι Κυριακή σήμερα. Για πρώτη φορά, σήμερα, Μ' αφήσανε να βγω στον ήλιο κ' εγώ...».

Ο Κάρλ σήκωσε το βλέμμα του από το ποίημα του Ναζίμ Χικμέτ και αναφώνησε με όλη του τη δύναμη προς την άδεια πόλη «Κι εγώ;». 

Ο ήλιος σήμερα ανέβηκε ψηλότερα, που ήταν Κυριακή. Σηκώθηκε κι έβαλε τα γιορτινά του. Ετοίμασε όπως πάντα τον καφέ του. Βγήκε στο μπαλκόνι του και έστρωσε το καλό τραπεζομάντιλο της γιαγιάς Τούλας. Στις ξύλινες καρέκλες τοποθέτησε τα μαξιλάρια και τριγύρω τοποθέτησε τις αγαπημένες γλάστρες του. Το μπονσάι το τοποθέτησε επάνω στο τραπέζι. Ήταν το δώρο της γιαγιάς Τούλας. Το τοποθετεί πάντα σε περίοπτη θέση, από τα υπόλοιπα. Στη μια καρέκλα δίπλα έφερε και τοποθέτησε τον ¨Μπανάνα¨, ένα πορτοκαλί καναρίνι, δώρο και αυτό της γιαγιάς Τούλας. Τον ονόμασε Μπανάνα, γιατί δεν του άρεσαν οι μπανάνες και μία ζωή η γιαγιά Τούλα τον ακολουθούσε μανιωδώς με μία μπανάνα στο χέρι παρακαλώντας: «Φάε μία μπανάνα. Φάε! Παιδί μου, πρέπει να τρως φρούτα». 

Ο ¨Μπανάνα¨ με το κελάηδημα του έκανε καθημερινά αισθητή την παρουσία του, επιτρέποντας στον Κάρλ να τριγυρνάει όλη μέρα στο σπίτι και κάπου κάπου να σφυρίζει, σπάζοντας την μονοτονία της καραντίνας. Δίπλα στον Μπανάνα, ήταν ξαπλωμένο το σκυλί του. Παιδί και αυτό της γιαγιάς. Απολάμβανε τον πρωινό του ύπνο έξω στον ζεστό ήλιο. Που και που κουνούσε τα πόδια του και ο Κάρλ χαμογελούσε. «Άραγε σε ποιο λιβάδι να τρέχει πάλι το άτιμο;», αναρωτιόταν. 

Ο Κάρλ καθισμένος όλη μέρα έξω στον ήλιο, μαζί με την παρέα του, πέρασε την ημέρα του διαβάζοντας κάποιο βιβλίο από τη βιβλιοθήκη του. Που και που την προσοχή του έσπαγε κάποιος ήχος, κάποια φωνή, κάποιος γείτονας ή γειτόνισσα, που άλλοτε έβγαινε έξω για να απλώσει ρούχα ή να αερίσει τις κουβέρτες, άλλοτε για να χαζέψει την έρημη πόλη κι άλλοτε για να απολαύσει την ηλιόλουστη Κυριακή.

«Είναι Κυριακή σήμερα. Για πρώτη φορά, σήμερα, Μ' αφήσανε να βγω στον ήλιο. Ήταν κάποτε μια πόλη, που ομολογώ πως μου έχει λείψει. Αν και δεν βγαίνω έξω αρκετά, παρά σε στιγμές αδυναμίας, δε λέω μου έχει λείψει. Αν και με κούραζε πολύ, δεν τη μίσησα ποτές μου. Ειδικά στη βροχή. Κατά βάθος την αγαπούσα. Την αγαπούσα περισσότερο την Άνοιξη, τη λάτρευα το χειμώνα. Περισσότερο, όταν με αγκάλιαζε σε στιγμές μοναξιάς μου. Ίσως γι' αυτό στο τέλος επέτρεπα στον εαυτό μου να συγχωρέσει τα ελαττώματα της. Η πόλη είναι σαν δύο μάτια. Άλλοτε μπλε, άλλοτε πράσινα, άλλοτε μαβιά. Σου επιτρέπουν όταν τα κοιτάς να ζεις στο φως. Κι όλες οι σιωπές δεν σε χωράνε». 

Ο Κάρλ άφησε κάτω την πένα του. Έπιασε τη ζεστή κούπα του καφέ και ήπιε μια γουλιά. Από το βάθος του σπιτιού ακουγόταν από το πικάπ το τζαζ τραγούδι Washington Square από τους The Village Stompers. Απομεινάρι κι αυτό από τη γιαγιά Τούλα, να κάνει αισθητή την απουσία της.

«Κυριακή. Στο καλύβι μου, αυτή την Κυριακή δεν υπάρχει τίποτα και υπάρχουν όλα. Η άδεια πόλη, ο ήλιος κ' εγώ: είμαι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος».


                                                                                                        Κεφαλάς Πάνος

Εκπαιδευτικός/Υποψήφιος Διδάκτωρ Ιστορίας


© 2021   S t y l ί τ ε ς
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε