«Το ψευδεπίγραφο δόγμα της παντοδυναμίας της αλήθειας των ειδικών»

2020-10-30

Κάποτε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος(*) πολύ εύστοχα είχε προβεί στην εξής διαπίστωση: «Τούτο είναι το δράμα της εποχής μας: ότι η πρόοδος δεν βρίσκεται στα χέρια των πνευματικών ανθρώπων αλλά των ειδικών, που δεν μπορεί να είναι πνευματικοί άνθρωποι». Η ανωτέρω παρατήρηση του σπουδαίου αυτού ανθρώπου καταλήγει, δυστυχώς, να παραμένει σήμερα επίκαιρη και απολύτως δηλωτική μιας ιδιότυπης σύγχρονης δικτατορίας, η οποία εκκολάπτεται επιμελώς από τα εξουσιαστικά κέντρα παγκοσμίως επί σχεδόν μισό αιώνα τώρα. Τα αποτελέσματα δε τούτου είναι περισσότερο από ποτέ εμφανή στις μέρες μας.

Οι άνθρωποι μετετράπησαν στοχευμένα σε στρατιές εξειδικευμένων ηλιθίων, ανήμποροι να αντιληφθούν την φυσική τους αποστολή ως αυτοτελείς υπάρξεις εντός του κοινωνικού συνόλου. Η λειτουργικότητά τους δε, δυστυχώς σήμερα, συναρτάται απολύτως από το ποσοτικό - ουχί το ποιοτικό - μέγεθος της δύναμης της μάζας στην οποία ανήκουν· είναι ομοιογενοποιηένοι, αν και πλήρως ανομοιογενείς. Και τούτο είναι παρατηρητέο από το πιο ουσιώδες έως το πιο επουσιώδες πεδίο δραστηριοποίησης εντός του εκάστοτε κοινωνικού συνόλου του σύγχρονου πολιτισμού.

Εξ' αυτού του λόγου δε, η αυτή διαπίστωση δύναται να προκύψει μέσα από την προσεκτική και κριτική κοινωνική παρατήρηση επί της αντιμετωπίσεως εκ μέρους του σύγχρονου πολιτισμένου ανθρώπου ως πομπού και δέκτη του εκπεφρασμένου δημόσιου λόγου. Εάν καθένας υποβάλλει εαυτόν σε κατάσταση πειραματικής παρατήρησης των αντιδράσεων του, της επεξεργασίας των πληροφοριών που δέχεται, της στάσης και του τρόπου ζωής που επιλέγει, καθώς και των δημόσιων τοποθετήσεών του επί των σοβαρών ή λιγότερο σοβαρών προβλημάτων του κοινωνικού συνόλου στο οποίο εντάσσεται, θα καταλήξει στην εξής και μια παρατήρηση: ανάλογα με το ποιοτικό επίπεδο της παιδείας του - και όχι της εκπαίδευσής -, την ποιότητα του αξιακού του συστήματος, της ύπαρξης ή ανυπαρξίας της κριτικής ικανότητας του, είτε θα είναι ικανός να προβεί σε διαμόρφωση ή και διατύπωση μιας άποψης εντελώς ανεξάρτητης από στερεότυπα, ιδεολογικό παρωπιδισμό ή και την μόδα είτε θα αποτελεί ασυνείδητο αναπαραγωγέα απόψεων της μιας ή της έτερης μαζικής θέσης, στην οποία συνειδητά ή ασυνείδητα ενετάχθει, ελλείψεως κριτικής σκέψης ή αιτία της ισχυρής επιβολής στην προσωπικότητα του των εκάστοτε επικρατούντων στερεοτύπων, ιδεολογικών αγκυλώσεων και κοινωνικών τάσεων.

Στην πρώτη περίπτωση είναι φανερό πως ομιλούμε για έναν ελεύθερο ως προς το βούλεσθαι και πράττειν άνθρωπο και κατ' επέκταση έναν ελεύθερο πολίτη. Στη δεύτερη περίπτωση, ομιλούμε για έναν άνθρωπο απολύτως χειραγωγήσιμο - αν όχι ήδη χειραγωγημένο - , υποδουλωμένο στις επιταγές της κονιορτοποιημένης εκ της μάζας ύπαρξής του και για μια προσωπικότητα ασυνειδήτως μετασχηματισθείσα σε πειθήνιο όργανο του μεταμοντέρνου ολοκληρωτισμού της σκέψης.

Σήμερα, δυστυχώς, εύκολα δύναται να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα πως η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων έχει υποστεί αυτόν τον μετασχηματισμό σε ικανοποιητικό βαθμό. Έτσι, λοιπόν, αν και λυπηρό, με μία απλή κοινωνική παρατήρηση δύναται να διαπιστώσουμε ότι πολλοί εκεί έξω, όχι μόνο δεν μπορούν να διαχωρίσουν το σημαίνον εκ του σημαινόμενου, αλλά πολύ περισσότερο δεν είναι σε θέση να υποβάλλουν εαυτόν σε τούτη την κοπιώδη, αλλά άκρως επιβεβλημένη προσπάθεια. Είναι λυπηρό, αλλά οι στρατιές ομοίων που γαλουχήθηκαν παρουσιάζουν την μία και αυτή ιδιαίτερη κλίση: συγχέουν τον λόγο επιχειρώντας να διαστρέψουν το νόημα προς σκοπό κυριαρχίας της θέσεως του εκάστοτε υιοθετούμενου από εκείνους μαζικού ρεύματος.

Ένα κλασσικό παράδειγμα του τελευταίου αυτού συμπεριφορικού μοντέλου αποτελεί η συντονισμένη επιχείρηση επανανοηματοδότησης των λέξεων, προσδίδοντας σ' αυτές αυστηρά εξειδικευμένο νόημα. Σε αντίθεση, όμως, με την παραπάνω πρακτική θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι λέξεις, στην ελληνική γλώσσα για παράδειγμα, δεν έχουν ένα μεμονωμένο νόημα, παρά η έννοιά τους σχηματοποιείται από τις φράσεις εντός των οποίων χρησιμοποιούνται, καθώς και το σκοπό που τούτες επιτελούν ή της κατάστασης την οποία περιγράφουν. Εξ' αυτού του λόγου δε, οι εννοιολογικές αποχρώσεις που λαμβάνουν στον καμβά του λόγου είναι πλείστες.

Έτσι, λοιπόν, η λέξη "έρευνα", δεν συνιστά πάντοτε την λεκτική αποτύπωση μιας μεγαλόπνοης επιστημονικής ερευνητικής εργασίας ή μιας επιστημονικής μελέτης με την αυστηρά τυπική έννοια του επιστημονικού γλωσσολογίου. Κάποιες φορές μπορεί να λειτουργεί νοηματικά απλά ως η λεκτική αποτύπωση μιας διαδικασίας παρατήρησης εκ μέρους του διενεργούντος την έρευνα πολίτη και της συγκριτικής μελέτης δεδομένων ή της διακρίβωσης της λογικής ή μη ακολουθίας μεταξύ των δεδομένων αυτών και της εξαγωγής ενός λογικού συμπεράσματος με βάση τα αυτά στοιχεία περί της αναλογικότητας ή μη μέσου - σκοπού. Εν προκειμένω, δηλαδή, για να επανέλθουμε στην προηγούμενη διάκριση, ο διενεργών την έρευνα, αν πράττει τούτο στο πλαίσιο δεδομένων που εισφέρονται στη δημόσια συζήτηση από τις αρχές ή τους θεσμούς ενός δημοσίου ή κρατικού οργάνου, τότε δρα ως υπεύθυνος και κριτικά σκεπτόμενος πολίτης. Εν συντομία, δηλαδή, πράττει ακριβώς αυτό που είχε και έχει υποχρέωση να πράττει ο κάθε άνθρωπος που φέρει τον τίτλο του πολίτη, με την πραγματική και όχι παραμορφωμένη σήμερα μορφή του. Επομένως, η λέξη «έρευνα» εδώ σμιλεύεται νοηματικά ως η λογική διεργασία διασταύρωσης των δεδομένων που οφείλει να διενεργεί κάθε πολίτης, ακριβώς διότι χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα πολιτικό καθήκον και όχι ένα επιστημονικό πόνημα.

Για να δούμε, όμως, τι συμβαίνει στην περίπτωση που αυτή η διασταύρωση στοιχείων και πληροφοριών στο πλαίσιο της ιδιότητας του πολίτη δεν συμπίπτει με την εκ μέρους των "ειδικών" γενικώς επιβεβλημένη άποψη στον κοινό πολιτικό και κοινωνικό νου. Αν, λοιπόν, ένας πολίτης προβεί σε μία τέτοια έρευνα και η εξαγωγή του συμπεράσματος στο οποίο καταλήγει δεν συμφωνεί με την επικρατούσα θέση των "ειδικών", τότε ο άνθρωπος αυτός είναι καταδικασμένος να υποβάλλεται στο απάνθρωπο ράπισμα της εκάστοτε φανατισμένης μάζας, να δολοφονείται η προσωπικότητά του, να αμαυρώνεται το κύρος και η κοινωνική του υπόσταση, εν τέλει να περιθωριοποιείται.

Ας δούμε, όμως, ποιος θα έπρεπε να είναι και ποιος είναι σήμερα ο ρόλος του εκάστοτε ειδικού. Ο ειδικός είναι υποχρεωμένος να ασκεί την ειδικότητα του μέχρι του θεμιτού σημείου επωφελούς λειτουργικότητάς αυτής για το κοινωνικό σύνολο και πάντοτε εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων του. Τούτο σημαίνει πως ο ιατρός είναι εκεί για να θεραπεύει, ο δικηγόρος να εκπροσωπεί τους εντολείς του προστατεύοντάς τα δικαιώματά τους και συμβάλλοντας στο έργο της δικαιοσύνης για την ειρήνευση του εννόμου αγαθού που απειλήθηκε λόγω της σύγκρουσης συμφερόντων, ο πολιτικός μηχανικός να σχεδιάζει και να ανεγείρει ασφαλή και λειτουργικά οικοδομήματα, ο ερευνητής να παράγει ικανό επιστημονικό αποτέλεσμα και να προάγει την επιστημονική πρόοδο κ.ο.κ.. Τούτο, ωστόσο, δεν δίνει το ηθικό πλεονέκτημα σε κανέναν ειδικό να αποτελεί αυθεντία επί παντός επιστητού, όπως συμβαίνει παραδόξως στις μέρες μας.

Είναι τουλάχιστον αφελές να καταπίνει κανείς αμάσητο ότι του προτείνει ο εκάστοτε ειδικός, απλά και μόνο επειδή φέρει την ιδιότητα ή τον τίτλο του ειδικού. Είναι επιεικώς απαράδεκτο, όταν η γνώμη του ειδικού ή μεμονωμένης ομάδας ειδικών - αγνοώντας την αντίθετη άποψη άλλων ειδικών ως μη υφιστάμενη - επιβάλλεται πλέον με πολιτική επιλογή ως γενικά παραδεδεγμένη πρακτική αντιμετώπιση του εκάστοτε κοινωνικού προβλήματος, ειδικά δε όταν οι τοποθετήσεις των ειδικών αυτών κινούνται πέραν του τομέα αρμοδιοτήτων της ειδικότητάς τους και όταν τούτες ανατρέπουν τις ζωές εκατομμυρίων ή δισεκατομμυρίων ανθρώπων και έχουν αποκλειστικά αρνητικό αποτύπωμα. Δεν γίνεται δε οι πράξεις και οι τοποθετήσεις των εκάστοτε ειδικών να λειτουργούν ως Λερναία Ύδρα. Με λίγα λόγια, είναι ασύμβατο με την ιδιότητα του ειδικού η επιβολή, μέσω της συνεργασίας με το εκάστοτε εξουσιαστικό κέντρο, μεθόδων αντιμετώπισης ενός προβλήματος, οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν εξασφαλίζουν την ολοκληρωτική λύση ή τουλάχιστον τον ασφαλή περιορισμό του προβλήματος και ταυτόχρονα να προκαλούν ανυπολόγιστη και πολυεπίπεδη καταστροφή άλλων τομέων της ανθρώπινης ύπαρξης. Όλα τα ανωτέρω δε καθίστανται επιεικώς παρανοϊκά, όταν η γνώμη των "ειδικών" και η επιστημοσύνη τους, για να το πούμε λαϊκά και κατανοητά, «μπάζει»· όταν ο λόγος τους παρουσιάζει σοβαρά κενά, αντιφάσεις και άκρως επικίνδυνες ομολογίες περί της αναλήθειας των προγενέστερων λεγομένων τους, με βάση τα οποία λήφθηκαν οι εκάστοτε πολιτικές αποφάσεις προς λύση του «χ» ανακύπτοντος προβλήματος με άμεσο αρνητικό κοινωνικό αντίκτυπο.

Έτσι, λοιπόν, το δόγμα της παντοδυναμίας της αλήθειας των "ειδικών", το οποίο τα εξουσιαστικά και διοικητικά κέντρα παγκοσμίως πλάσαραν ως τη νέα τάση της εποχής μας, είναι ψευδεπίγραφο και άκρως επικίνδυνο για τον ίδιο τον άνθρωπο και εν τέλει την ίδια την ελευθερία. Το μόνο όπλο που έχει η ανθρωπότητα έναντι αυτού του επικίνδυνου ολοκληρωτισμού είναι η ελευθερία της σκέψεως. Διότι, η ελευθερία της σκέψεως αποτελεί το σπουδαιότερο των αγαθών και την ύψιστη των αρετών στο πάνθεο των αξιών του πολιτισμένου κόσμου.

Η απόκτηση δε της αρετής αυτής είναι αρρήκτως συνδεδεμένη με την ποιοτική και ποσοτική κατάκτηση της κριτικής σκέψης. Και η κατάκτηση της τελευταίας συναρτάται απόλυτα με την κατάγνωση ή μη της παιδείας στο πρόσωπο των ανθρώπων. Η παιδεία δε επ' ουδενί δεν δύναται να καταφάσκεται στο πρόσωπο ενός ανθρώπου ή στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο με μόνο και αποκλειστικό κριτήριο την ποσότητα εκπαιδευτικών διαδικασιών, στις οποίες υποβάλλεται ή υποβλήθηκε το άτομο ή τα άτομα μιας κοινωνίας, αγνοώντας παντελώς την ποιοτική ή λιγότερη ποιοτική επεξεργασία αυτών από μέρους των εκπαιδευθέντων. Διότι, πεπαιδευμένος άνθρωπος δεν δύναται να νοείται το δίχως άλλο ο εκπαιδευμένος ή - για να τεθεί καλύτερα επί τη βάση της σύγχρονης εποχής - ο εξειδικευμένος άνθρωπος. Μορφωμένος άνθρωπος ή αλλιώς πεπαιδευμένος είναι ο άνθρωπος που έχει γενική παιδεία και είναι ικανός να μετασχηματίζει ποιοτικά τις εκπαιδευτικές γνώσεις που απεκόμισε στο πλαίσιο της εξειδίκευσης του, εφόσον τούτη υφίσταται. Συνοπτικά, δηλαδή, τα πιστοποιητικά σπουδών, σεμιναρίων, μεταπτυχιακών - διδακτορικών τίτλων και λοιπών τυπικών προσόντων δεν δύναται σε καμία περίπτωση να θεωρούνται δηλωτικά της υψηλής παιδείας των κατόχων τους και κατ' επέκταση μιας κοινωνίας, παρά μονάχα πιστοποιούν τυπικά - επ' ουδενί ουσιαστικά - και ποσοτικά - επ' ουδενί ποιοτικά - το επίπεδο εξειδίκευσης.

Εν κατακλείδι και προς επίρρωση των ανωτέρω λεχθέντων κρίνεται αναγκαίο να παρατεθεί η πιο γνωστή φράση ενός μεγάλου αρχαίου Έλληνα φιλοσόφου, του Σωκράτη: «ἕν οἶδα, ὅτι οὐδέν οἶδα», ήτοι σε νεοελληνική μετάφραση «ένα γνωρίζω, ότι τίποτα δεν γνωρίζω». Τούτη η πασίγνωστη ρήση έχει διττό νόημα: α) η γνώση δεν κατακτιέται ποτέ, αλλά είναι μια κατάσταση για την οποία πρέπει να μάχεται κανείς διαρκώς μέχρι το τέλος της επίγειας ζωής του και β) η γνώση είναι αλήθεια και όπως κάθε αλήθεια θα πρέπει να ερευνάται αενάως. Έχοντας τις σκέψεις αυτές θεωρώ πλέον επιβεβλημένο ο κάθε πολίτης, ο κάθε άνθρωπος χωριστά, αλλά και όλοι μαζί να αναλογιστούμε που είμαστε σήμερα, που οδεύουμε αύριο και τι μπορούμε να κάνουμε γι' αυτό. Οι εποχές είναι πονηρές και σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά η ανθρωπότητα έχει ανάγκη για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, για μια νέα προοπτική ζωής, για την οικοδόμηση ενός νέου πολιτισμού· ανθρώπινου, ελεύθερου, δημοκρατικού, αλληλέγγυου και φυσικού - ουχί τεχνητού ή τεχνικού - .

Δήμητρα Σωτ. Καραγγέλη

Ασκούμενη Δικηγόρος


(*) Διπλωμάτης, πανεπιστημιακός, λογοτέχνης, ακαδημαϊκός, δημοσιογράφος και πολιτικός. Κορυφαία προσωπικότητα της νεοελληνικής ζωής του 20ου αιώνα, που διετέλεσε Πρόεδρος της Δημοκρατίας από το 1975 έως το 1980. Γεννήθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουλίου 1899 και ήταν γιος του δικηγόρου και πολιτικού Δημήτρη Τσάτσου και της Θεοδώρας Ευστρατιάδου, που είχε γεννηθεί και ανατραφεί στην Τεργέστη. Την εγκύκλια μόρφωση έλαβε στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια Μακρή, το Β' Γυμνάσιο Νεάπολης και το Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης, ενώ στη συνέχεια σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Παράλληλα με τις σπουδές του ασχολήθηκε με τα έργα των κλασσικών ελλήνων και λατίνων συγγραφέων, καθώς και με τη νεοελληνική λογοτεχνία και την ποίηση. Δημοσίευσε δύο τόμους ποιημάτων και θεατρικών έργων με το ψευδώνυμο Ύβος Δελφός. Μετά την αποφοίτησή του διορίστηκε δικηγόρος Αθηνών και από το 1918 έως το 1920 ο πολύγλωσσος Τσάτσος τοποθετήθηκε στην ελληνική διπλωματική αντιπροσωπεία στο Παρίσι. Με την ιδιότητά του αυτή, συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις για την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών. Ακολούθησαν η στρατιωτική θητεία (1920-1923) και οι μεταπτυχιακές σπουδές (1924-1928) στην κοινωνική φιλοσοφία και τη φιλοσοφία του δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης. Τα τέσσερα χρόνια της φοίτησής του στο ονομαστό Πανεπιστήμιο στάθηκαν αποφασιστικός σταθμός στην κατοπινή εξέλιξη της κοσμοθεωρίας του και γενικά της σκέψης του. Είχε την ευτυχία να έχει για δασκάλους τον Ρίκερτ, τον αναγνωρισμένο εκπρόσωπο της φιλοσοφίας των αξιών, τον Γιάσπερς, τον θεμελιωτή του νεώτερου υπαρξισμού, τον Ράντμπρουχ, κορυφαίο εκπρόσωπο της φιλοσοφίας του δικαίου, και τον Γκούντολφ, τον μεγαλύτερο γερμανό ιστορικό της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα ανέλαβε το δικηγορικό γραφείο του πατέρα του και το 1929 αναγορεύτηκε διδάκτωρ της Νομικής Σχολής με θέμα της διδακτορικής του διατριβής «Η Νομική ως τεχνική και επιστήμη», ενώ υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του περιοδικού - οργάνου της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας «Αρχείον Φιλοσοφίας και Θεωρίας Επιστημών», μαζί με τους Παναγιώτη Κανελλόπουλο και Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο, σε μια προσπάθεια να αντιπαρατεθούν στον ανερχόμενο τότε και στη χώρα μας ιστορικο-υλιστικό μαρξισμό, που εκπροσωπούσε ο Δημήτρης Γληνός. Το 1930 εξελέγη υφηγητής και το 1932 έκτακτος καθηγητής στη Νομική Αθηνών, στην έδρα της Εισαγωγής στην Επιστήμη του Δικαίου και της Φιλοσοφίας του Δικαίου. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας Μεταξά, συνελήφθη και εκτοπίσθηκε στη Σκύρο. Επί Κατοχής απολύθηκε από το Πανεπιστήμιο και το 1944 διέφυγε στη Μέση Ανατολή. Επανήλθε στα πανεπιστημιακά του καθήκοντα μετά την απελευθέρωση και το 1945 ανέλαβε το Υπουργείο Εσωτερικών στην κυβέρνηση Βούλγαρη, καθώς και το Υπουργείο Τύπου και Πληροφοριών στην κυβέρνηση Κανελλόπουλου. Το 1946 παραιτήθηκε από το Πανεπιστήμιο και πολιτεύθηκε με το κόμμα των Φιλελευθέρων. Χρημάτισε Υπουργός Εθνικής Παιδείας στην Κυβέρνηση Σοφούλη (1949), καθώς και Υφυπουργός Συντονισμού στην Κυβέρνηση Σοφοκλή Βενιζέλου (1951). Το 1956 προσχώρησε στο νεοϊδρυθέν κόμμα της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης (ΕΡΕ), με το οποίο εξελέγη βουλευτής επανειλημμένως. Υπηρέτησε ως Υπουργός Προεδρίας Κυβερνήσεως (1956-1958) και Υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας στην Κυβέρνηση Καραμανλή (1961, 1963), καθώς και Υπουργός Δικαιοσύνης στη Κυβέρνηση Κανελλόπουλου (1967). Μετά τη μεταπολίτευση, ανέλαβε το Υπουργείο Πολιτισμού στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Στις βουλευτικές εκλογές του 1974 εξελέγη Βουλευτής Επικρατείας με το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας και διετέλεσε πρόεδρος της κοινοβουλευτικής επιτροπής, που διαμόρφωσε το ισχύον Σύνταγμα. Στις 20 Ιουνίου 1975, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος εξελέγη από τη Βουλή Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με 210 ψήφους επί 295 παρόντων βουλευτών. Παρέμεινε στο ύψιστο πολιτειακό αξίωμα έως το Μάιο του 1980, οπότε τον διαδέχθηκε ο Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής. Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος δημοσίευσε πλήθος επιστημονικών μελετών, νομικών και φιλοσοφικών συγγραμμάτων, καθώς και λογοτεχνικών έργων. Το 1974 υπήρξε ιδρυτικό μέλος του περιοδικού «Ευθύνη». Το 1961 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, της οποίας διετέλεσε Αντιπρόεδρος και Πρόεδρος. Εξελέγη, επίσης, ξένος εταίρος στις Ακαδημίες Γαλλίας, Ρουμανίας και Μαρόκου, καθώς και μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών, Τέχνης και Γραμμάτων. Το 1980 του απονεμήθηκε το μέγα ευρωπαϊκό βραβείο Κουντενχόβε - Καλλέργη. Το 1930 νυμφεύθηκε την Ιωάννα Σεφεριάδου, αδελφή του ποιητή Γιώργου Σεφέρη, με την οποία απέκτησε δύο κόρες: τη Δέσποινα Μυλωνά και τη χορογράφο Ντόρα Τσάτσου - Συμεωνίδη. Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, καταβεβλημένος από την επάρατο νόσο, πέθανε στις 8 Οκτωβρίου 1987, σε ηλικία 88 ετών.

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/292
© SanSimera.gr
 

© 2021   S t y l ί τ ε ς
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε