Η πιο αληθινή ηχώ της Καληνύχτας.

2020-06-15

Σαν σήμερα, 15 Ιουνίου 1994, ταξιδεύει για τη χώρα των ονείρων ο Μάνος Χατζηδάκις. Είναι ο άνθρωπος που βρήκε νότες, και ζωντάνεψε στην πιο πικραμένη, αληθινή και ταυτόχρονα τόσο επίκαιρη Καληνύχτα που γράφηκε ποτέ. Επίκαιρος όσο ποτέ, διανοητικά, μουσικά δημιουργικά. Το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να υπάρχει στο ταξίδι της ζωής μας, η υπόνοια της βαθύτητας του πνεύματος του. Για αυτό το λόγο και το σημερινό μινι-αφιέρωμα. 

Μάιος 1980 | Βιογραφικό σε πρώτο προσωπικό.

 Μέσα από τα δικά του μάτια και μέσα από τη δική του πένα, η εφημερίδα «Νέος Κόσμος» δημοσιεύει 34 χρόνια μετά το θάνατο του, το βιογραφικό του σημείωμα. 

««Βιογραφικό σε πρώτο προσωπικό

Γεννήθηκα στις 23 Οκτώβρη του '25, στην Ξάνθη τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους μεταπολεμικούς της ενδοχώρας μετανάστες.

Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη και ο πατέρας μου απ' την Κρήτη. Με φέραν το '31 στην Αθήνα απ' όπου έλαβα την Αττική παιδεία - όταν ακόμη υπήρχε στον τόπο μας και Αττική και Παιδεία.

Είμαι λοιπόν γέννημα δύο ανθρώπων που δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ' την στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι' αυτό και περιέχω μέσα μου όλες τις δυσκολίες του Θεού και όλες τις αντιθέσεις. Όμως η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου την Ευρωπαϊκή, φέραν έν' αποτέλεσμα εντυπωσιακό. Εγινα τόσο ομαλός, έτσι που οι γύρω μου να φαίνονται ως ανώμαλοι.

Η κατοχική περίοδος μου συνειδητοποίησε πως δεν χρειαζόμουν τα μαθήματα της Μουσικής, γιατί με καθιστούσαν αισθηματικά ανάπηρο και ύπουλα μ' απομάκρυναν απ' τους αρχικούς μου στόχους που ήταν: Να διοχετευθώ, να επικοινωνήσω και να εξαφανιστώ. Γι' αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την κατοχή - σαν ήρθε η απελευθέρωση. Δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς δεν μοιάζω φυσιογνωμικά με μέλος του γνωστού Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου.

Ταξίδεψα πολύ. Κι' αυτό με βοήθησε ν' αντιληφθώ πώς η βλακεία δεν ήταν μόνο προϊόν του τόπου μας αποκλειστικό, όπως περήφανα αποδεικνύουν συνεχώς οι Έλληνες σωβινιστές και οι ντόπιοι εθνικιστές. Έτσι ενισχύθηκε η έμφυτη ελληνικότητά μου και μίκραινε κατά πολύ ο ενθουσιασμός μου για τους αλλοδαπούς.

Έγραψα μουσική για το Θέατρο, για τον Κινηματογράφο και τον Χορό. Παράλληλα έγραψα πολλά τραγούδια - δύο χιλιάδες μέχρι στιγμής, - μέσ' απ' τα οποία ξεχωρίζω όλα όσα περιέχει αυτή μου η συναυλία.

To 1966 βρέθηκα στην Αμερική, και επειδή χρωστούσα στην ελληνική εφορία κάπου τρισήμιση εκατομμύρια δραχμές, αναγκάστηκα να κατοικήσω εκεί ώσπου να τα εξοφλήσω.

Εξόφλησα τα χρέη μου το '72 κι' επέστρεψα στην Αθήνα, για να κατασκευάσω το καφενείο με το όνομα «Πολύτροπο». Ήρθε όμως ο τυφώνας που ονομάστηκε «Μεταπολίτευση» με τις σειρήνες των γηπέδων και των σφαιριστηρίων και τους χιλιάδες εκ των υστέρων αντιστασιακούς, που αγανακτισμένοι τραγουδούσαν τραγούδια ενάντια στη Δικτατορία, και που με αναγκάσανε να κλείσω το «Πολύτροπο», μ' ένα παθητικό περίπου πάλι των τρισήμιση εκατομμυρίων. Μοιραίος αριθμός.

Κι' έτσι απ' το '75 αρχίζει μια διάσημη «εποχή μου» που θα την λέγαμε, για να την ξεχωρίσουμε η υπαλληλική, και που με κατέστησε πάλι διάσιμο σ' όλους τους απληροφόρητους συμπατριώτες μου και σ' όσους πίστεψαν πως τοποθετήθηκα χαρακτηριστικά στις όποιες θέσεις της δημόσιας ζωής. Μέσα σ' αυτη που λέτε την περίοδο, προσπάθησα ανεπιτυχώς είναι αλήθεια, να πραγματοποιήσω «ακριβές καφενειακές ιδέες» πότε στην ΕΡΤ και πότε στο Υπουργείο Πολιτισμού. Και οι δύο ετούτοι οργανισμοί βαθύτατα διαβρωμένοι και σαθροί από τη γέννησή τους, κατάφεραν ν' αντισταθούν επιτυχώς ώσπου στο τέλος να με νικήσουν «κατά κράτος». Παρ΄ όλα αυτά, μέσα σε τούτον τον καιρό, γεννήθηκε η φιλελεύθερη έννοια του ΤΡΙΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ και επιβλήθηκε σε ολόκληρο τον τόπο.

Και καταστάλαγμα μέχρι στιγμής του βίου μου είναι:

Α δ ι α φ ο ρ ώ για την δόξα. Με φυλακίζει στα όρια που εκείνη καθορίζει κι' όχι εγώ.

Π ι σ τ ε ύ ω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει κι όχι σ' αυτό που μας διασκεδάζει και μας κολακεύει εις τας βιαίως αποκτηθείσας συνήθειές μας.

Ε π ι θ υ μ ώ να έχω πολλά χρήματα για να μπορώ να στέλνω «εις τον διάβολον» - πού λένε - κάθε εργασία που δεν με σέβεται. Το ίδιο και τους ανθρώπους.

Π ε ρ ι φ ρ ο ν ώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία την πάσα λογής χυδαιότητα καθώς και κάθε ηλίθιο του καιρού μου.

Aυτό το ρεσιτάλ είναι αποτέλεσμα πολύχρονης συνειδητής προσπάθειας και μελέτη «υψηλού πάθους». Γι' αυτό και το αφιερώνω στους φίλους μου.

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ

Μελβούρνη 20 Μαΐου 1980».


1985| Συνέντευξη στο Στάθη Τσαουσάνο

Υπήρξε μια εποχή σ' αυτή την πόλη, που περπατώντας «πολλές φορές τη νύκτα» άκουγα τις αναπνοές των ανθρώπων απ' τ' ανοιχτά παράθυρα. Άκουγα τις ερωτικές τους συνομιλίες, τους ψιθυρισμούς τους, τις αγωνίες τους για τις ασήμαντες ή σπουδαίες υποθέσεις. Κι όσο απομακρυνόμουνα στις συνοικίες, τόσο πιο πολύ έμπαινα στη διαφάνεια του κόσμου τους. Τότε η παρουσία του ανθρώπου στις γειτονιές και τα περίχωρα ήταν παντοδύναμη. Όπως και η παρουσία του έρωτα. Ενός έρωτα που κυκλοφορούσε στον δρόμο και μετουσίωνε την πόλη ολόκληρη σ' ένα ερωτικό εργαστήρι.

Σήμερα δεν υπάρχουν δρόμοι, δεν υπάρχουν ούτε νέοι για να αισθανθούν τον έρωτα και να τον ενσαρκώσουν. Η επικινδυνότητα του έρωτα -το πιο σπουδαίο ίσως συστατικό του- είναι στο δόσιμο, στον χαμό. Επικινδυνότητα δεν είναι το να βρεθείς σφαγμένος ένα πρωί αλλά το να διαλύσεις τα όρια του εγωισμού σου, χωρίς να ξέρεις το σημείο που θα φτάσεις. Δεν έχει αυτό σχέση με το αν κινδυνεύεις σε ύποπτες συνοικίες. 

Η απανθρωπιά αυτής της πόλης είναι συνυφασμένη με τις μεγάλες της κλίμακες. Σήμερα δεν τολμάς πια να δοθείς. Αναγκάζεσαι διαρκώς να αλώνεσαι. Έχει διαμορφωθεί, δυστυχώς, μια άλλη ψυχολογία που πριμοδοτεί τον τυχοδιωκτισμό - ένα καθεστώς πια οριστικό. Η μεγάλη κλίμακα φέρνει την αθλιότητα, γιατί κάνει διάφανες και σκληρές τις οικονομικές αντιθέσεις, προκαλώντας την εγκληματικότητα ως απάντηση αυτού του φαινομένου. Ο υπερπληθυσμός των Αθηνών, σε μια πόλη ανάρχως οικοδομημένη, οδήγησε στην αρχιτεκτονική των εργολάβων, που ρίχνει τους ανθρώπους στη λάσπη και μπορεί να γεννήσει μόνον εγκληματίες. Τα δυόμισι εκατομμύρια αυτής της πόλης είναι τυχοδιώκτες της επαρχιακής Ελλάδας που έφερναν βία και ανασφάλεια. Υπάρχει μια κακή εκτίμηση των προοπτικών που θεωρεί την Αθήνα χρυσοφόρα γη. Ή υπάρχει μια χυδαία άποψη περί της επιτυχίας. Τώρα οι πλούσιοι τροφοδοτούν τα σκυλάδικα.

 Έχουν εξαφανιστεί οι ευγενικές μορφές. Αυτό δεν είναι ανεξάρτητο από την επικράτηση του κιτς. Αρκεί να ρίξετε μια ματιά στις κοσμικές στήλες των εφημερίδων: γκρανγκινιολική κατάσταση, κακοτυπωμένες -πλην έγχρωμες- φωτογραφίες με μάτια κόκκινα, σαν γιοι του Φρανκενστάιν. Δέστε τις φυσιογνωμίες. Δεν εκπέμπουν καμία ευγένεια, μόρφωση ή ήθος. Εξέλιπεν η αρχοντιά και η καλή παιδεία που εξομάλυνε κάπως τις διαφορές των πληβείων και των αρχόντων. Υπάρχουν, όμως, κάθε τόσο ευγενικές μορφές χαμένες στο πλήθος. Τις συναντώ καμιά φορά στις συναυλίες μου, σε διαλέξεις ή παραστάσεις. Είναι, όμως, αυτά πρόσωπα που έχουν οικειοθελώς αποχωρήσει ή ακόμα βάναυσα παραγκωνιστεί, χωρίς να παίζουν κανέναν ρόλο στη ζωή του τόπου. Πώς μπορεί να διορθωθεί αυτή η πόλη; Μόνο με τις σούπερ λουξ συνοικίες, σαν την Πλάκα της Μελίνας, που στην ουσία παραμένει απάνθρωπη και άξενη: ξαναφτιάχνονται για να γίνουν συνοικίες ορισμένων προνομιούχων, για να εντείνουν ακόμη περισσότερο τον διχασμό των στρωμάτων, για να διαλύσουν οριστικά την παλιά, λειτουργική διαταξική δομή της αθηναϊκής συνοικίας. Όταν ήμουν εγώ νεαρός φοιτητής, η Πλάκα ήταν το καταφύγιό μας για τις ωραίες, απλές στιγμές. Και φτηνές. Τότε δεν τρώγαμε στα ακριβά ρεστοράν, προτιμούσαμε την Πλάκα, όπου πίναμε και μιλούσαμε σε χώρους κατεξοχήν συνομιλιών. Η Πλάκα που γνώρισα δεν έχει να κάνει μ' αυτό το απαστράπτον λουξ. 

 Κατά κανέναν τρόπο δεν θα δεχτώ τη μουσική κρίση ενός ζωώδους νέου, κι ας με ελκύει σεξουαλικά. Οι νέοι που μ' ενδιαφέρουν είναι αυτοί που με ανακαλύπτουν. Όπως κι εγώ, νεαρός, μες στην αγέλη της ηλικίας μου, ανακάλυπτα τους δασκάλους μου, έτσι θα 'θελα να με βρουν οι νέοι σήμερα. Μόνο μέσα από μια τέτοια παιδευτική σχέση, ανάμεσα στους παλιούς και τους νέους επίλεκτους, προχωρεί η ποίηση μέσα σ' αυτή την πόλη. Ο έρωτας σήμερα δεν είναι για μένα αποκλειστικά σεξουαλικός μηχανισμός. Με έλκουν οι νέοι που πρωτίστως νογάνε, αυτοί που θα εκπροσωπήσουν τη γενιά τους αύριο. Όπως η γέννηση ενός παιδιού είναι ένα διαβατήριο για τη μελλοντική γενιά (όταν δεν αποτελεί δημογραφικό στόχο, αλλά φυσική συνέπεια του έρωτα), έτσι κι αυτή η έλξη μου για τους επίλεκτους νέους διεκδικεί ένα διαβατήριο ποιητικής συνέχειας.

 Όμως υπάρχει αυτό το τίμημα της σεξουαλικής γνώσης: έχει χαθεί ο έρωτας ανάμεσα στους νέους. Υπάρχουν καλές κατασκευές, πολλές φορές μια ωραιότατη πράξη - έχει χαθεί η αδεξιότητα των παλαιοτέρων. Αλλά μαζί μ' αυτή έχει χαθεί και η ένταση μιας ερωτικής μυθολογίας, αφού όλοι «ερώνται» με εξαλλοσύνη μέσα από ασφαλιστικές δικλείδες. Παλιότερα οι άνθρωποι χάνονταν στον έρωτα, παραδινόντουσαν. Έχετε δει εσείς σήμερα να χάνεται κανείς από το πάθος; Ο κάθε έρωτας πρέπει να 'χει την υποψία ενός μεγάλου. Είμαι εξαίρετα μόνος προκειμένου να καταναλίσκομαι. Τη μοναξιά, έτσι όπως τη χρησιμοποιείτε, τη συνάντησα για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη - παλιότερα στην Ελλάδα δεν τη είχα ακούσει. Δέχομαι την ένστασή σας ότι άκουγα τότε τη λέξη «πείνα» και «επιβίωση». Αλλά σκεφτείτε ότι αυτό ήταν υγιέστερη κατάσταση. Στην Κατοχή το Δημόσιο Ψυχιατρείο είχε κλείσει και η έννοια των καρδιακών νοσημάτων ήταν σχεδόν άγνωστη. Θέριζε, βέβαια, η φθίση, που έγινε θρυλική με τη Μαργαρίτα Γκωτιέ.

 Νοσταλγώ μόνο δύο περιόδους στη ζωή μου: όταν ήμουν και στις δύο περιπτώσεις ένα άγνωστο πρόσωπο και το στοιχείο της εξαφανισής μου ήταν εντελώς ισοβαρές με την παρουσία μου. Την πρώτη, ακριβώς μετά τον Πόλεμο, όταν οι μεγάλες ομάδες ξεχυνόντουσαν στους δρόμους κι εγώ ήμουν μια απίθανη μονάδα όλως ανυποψίαστη. Και άλλη μια φορά, στην Καλιφόρνια, το 1968. Απορείτε που νοσταλγώ την ανωνυμία και όχι έναν έρωτα; Δεν συμφιλιώθηκα ποτέ με τη διασημότητα. Όταν είμαι με κόσμο, είμαι αμήχανος. Κάθε φορά νιώθω έναν μικρό πανικό, που απλώς έχω τη δύναμη να μεταμφιέζω. Δεν υπερβάλλω που σας λέω πως μόνο αυτές οι δύο περίοδοι (η «Εποχή της Μελισσάνθης» και η εποχή της «Δεύτερης Μυθολογίας») ήταν οι κορυφώσεις της ζωής μου... Θυμάμαι ακόμα τη λεωφόρο Κάνυον, τότε το '68, που έδενε τα βουνά του Χόλιγουντ, γεμάτα σπίτια νέων που συζούσαν, που το βράδυ έπαιζαν μουσική, μοίραζαν free press, ενταγμένοι στο νεανικό κίνημα με την πρώτη πολιτική συνείδηση. Έγινα τότε φίλος με το συγκρότημα Jefferson Airplane κι έφυγα μαζί τους, χάθηκα για 6 μήνες μες στο Λος Άντζελες, το πνιγμένο στα ινδικά αρώματα. Για όλα αυτά τα παιδιά ήμουν απλώς ένας περίεργος Έλληνας που τους ακολουθεί. Αλλά εγώ, βλέπετε, ήμουν πολύ ρωμιός, πολύ αττικός για να χαθώ. Έτσι γύρισα στη Νέα Υόρκη. Όμως αυτές οι εποχές είναι οι μόνες που μπορώ να νοσταλγήσω - όλες τις άλλες σας τις χαρίζω. 

Πηγή: www.lifo.gr



Φεβρουάριος 1993 | «Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι»

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» και Το κείμενο διανεμήθηκε στο πρόγραμμα αντιναζιστικής συναυλίας που είχε δώσει η Ορχήστρα των Χρωμάτων με έργα των Βάιλ, Λίστ και Μπάρτοκ.

 «Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενισχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του.

Η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους που περιέχουμε είναι η Παιδεία. Η αληθινή παιδεία και όχι η ανεύθυνη εκπαίδευση και η πληροφορία χωρίς κρίση και χωρίς ανήσυχη αμφισβητούμενη συμπερασματολογία. Αυτή η παιδεία που δεν εφησυχάζει ούτε δημιουργεί αυταρέσκεια στον σπουδάζοντα, αλλά πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα και την ανασφάλεια. Όμως μια τέτοια παιδεία δεν ευνοείται από τις πολιτικές παρατάξεις και από όλες τις κυβερνήσεις, διότι κατασκευάζει ελεύθερους και ανυπότακτους πολίτες μη χρήσιμους για το ευτελές παιχνίδι των κομμάτων και της πολιτικής. Κι αποτελεί πολιτική «παράδοση» η πεποίθηση πως τα κτήνη, με κατάλληλη τακτική και αντιμετώπιση, καθοδηγούνται, τιθασεύονται.

Ενώ τα πουλιά... Για τα πουλιά, μόνον οι δολοφόνοι, οι άθλιοι κυνηγοί αρμόζουν, με τις «ευγενικές παντός έθνους παραδόσεις». Κι είναι φορές που το κτήνος πολλαπλασιαζόμενο κάτω από συγκυρίες και με τη μορφή «λαϊκών αιτημάτων και διεκδικήσεων» σχηματίζει φαινόμενα λοιμώδους νόσου που προσβάλλει μεγάλες ανθρώπινες μάζες και επιβάλλει θανατηφόρες επιδημίες.

Πρόσφατη περίπτωση ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Μόνο που ο πόλεμος αυτός μας δημιούργησε για ένα διάστημα μιαν αρκετά μεγάλη πλάνη, μιαν ψευδαίσθηση. Πιστέψαμε όλοι μας πως σ' αυτό τον πόλεμο η Δημοκρατία πολέμησε το φασισμό και τον νίκησε. Σκεφθείτε: η «Δημοκρατία», εμείς με τον Μεταξά κυβερνήτη και σύμμαχο τον Στάλιν, πολεμήσαμε το ναζισμό, σαν ιδεολογία άσχετη από μας τους ίδιους. Και τον... νικήσαμε. Τι ουτοπία και τι θράσος. Αγνοώντας πως απαλλασσόμενοι από την ευθύνη του κτηνώδους μέρους του εαυτού μας και τοποθετώντας το σε μια άλλη εθνότητα υποταγμένη ολοκληρωτικά σ' αυτό, δεν νικούσαμε κανένα φασισμό αλλά απλώς μιαν άλλη εθνότητα επικίνδυνη που επιθυμούσε να μας υποτάξει.

Ένας πόλεμος σαν τόσους άλλους από επικίνδυνους ανόητους σε άλλους ανόητους, περιστασιακά ακίνδυνους. Και φυσικά όλα τα περί «Ελευθερίας», «Δημοκρατίας», και «λίκνων πνευματικών και μη», για τις απαίδευτες στήλες των εφημερίδων και τους αφελείς αναγνώστες. Ποτέ δεν θα νικήσει η Ελευθερία, αφού τη στηρίζουν και τη μεταφέρουν άνθρωποι, που εννοούν να μεταβιβάζουν τις δικές τους ευθύνες στους άλλους.

(Κάτι σαν την ηθική των γερόντων χριστιανών. Το καλό και το κακό έξω από μας. Στον Χριστό και τον διάβολο. Κι ένας Θεός που συγχωρεί τις αδυναμίες μας εφόσον κι όταν τον θυμηθούμε μες στην ανευθυνότητα του βίου μας. Επιδιώκοντας πάντα να εξασφαλίσουμε τη μετά θάνατον εξακολουθητική παρουσία μας. Αδυνατώντας να συλλάβουμε την έννοια της απουσίας μας. Το ότι μπορεί να υπάρχει ο κόσμος δίχως εμάς και δίχως τον Καντιώτη τον Φλωρίνης).

Δεν θέλω να επεκταθώ. Φοβάμαι πως δεν έχω τα εφόδια για μια θεωρητική ανάπτυξη, ούτε την κατάλληλη γλώσσα για τις απαιτήσεις του όλου θέματος. Όμως το θέμα με καίει. Και πριν πολλά χρόνια επιχείρησα να το αποσαφηνίσω μέσα μου. Σήμερα ξέρω πως διέβλεπα με την ευαισθησία μου τις εξελίξεις και την επανεμφάνιση του τέρατος. Και δεν εννοούσα να συνηθίσω την ολοένα αυξανόμενη παρουσία του. Πάντα εννοώ να τρομάζω.

Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι. Οι μισητοί δολοφόνοι, που βρίσκουν όμως κατανόηση από τις διωκτικές αρχές λόγω μιας περίεργης αλλά όχι και ανεξήγητης συγγενικής ομοιότητος. Που τους έχουν συνηθίσει οι αρχές και οι κυβερνήσεις σαν μια πολιτική προέκτασή τους ή σαν μια επιτρεπτή αντίθεση, δίχως ιδιαίτερη σημασία που να προκαλεί ανησυχία. (Τελευταία διάβασα πως στην Πάτρα, απέναντι στο αστυνομικό τμήμα άνοιξε τα γραφεία του ένα νεοναζιστικό κόμμα. Καμιά ανησυχία ούτε για τους φασίστες, ούτε για τους αστυνομικούς. Ούτε φυσικά για τους περιοίκους).

Ο εθνικισμός είναι κι αυτός νεοναζισμός. Τα κουρεμένα κεφάλια των στρατιωτών, έστω και παρά τη θέλησή τους, ευνοούν την έξοδο της σκέψης και της κρίσης, ώστε να υποτάσσονται και να γίνονται κατάλληλοι για την αποδοχή διαταγών και κατευθύνσεων προς κάποιο θάνατο. Δικόν τους ή των άλλων. Η εμπειρία μου διδάσκει πως η αληθινή σκέψη, ο προβληματισμός οφείλει κάπου να σταματά. Δεν συμφέρει. Γι' αυτό και σταματώ. Ο ερασιτεχνισμός μου στην επικέντρωση κι ανάπτυξη του θέματος κινδυνεύει να γίνει ευάλωτος από τους εχθρούς. Όμως οφείλω να διακηρύξω το πάθος μου για μια πραγματική κι απρόσκοπτη ανθρώπινη ελευθερία.

Ο φασισμός στις μέρες μας φανερώνεται με δυο μορφές. Ή προκλητικός, με το πρόσχημα αντιδράσεως σε πολιτικά ή κοινωνικά γεγονότα που δεν ευνοούν την περίπτωσή τους ή παθητικός μες στον οποίο κυριαρχεί ο φόβος για ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Ανοχή και παθητικότητα λοιπόν. Κι έτσι εδραιώνεται η πρόκληση. Με την ανοχή των πολλών. Προτιμότερο αργός και σιωπηλός θάνατος από την αντίδραση του ζωντανού και ευαίσθητου οργανισμού που περιέχουμε.

Το φάντασμα του κτήνους παρουσιάζεται ιδιαιτέρως έντονα στους νέους. Εκεί επιδρά και το marketing. Η επιρροή από τα Μ.Μ.Ε. ενός τρόπου ζωής που ευνοεί το εμπόριο. Κι όπως η εμπορία ναρκωτικών ευνοεί τη διάδοσή τους στους νέους, έτσι και η μουσική, οι ιδέες, ο χορός και όσα σχετίζονται με τον τρόπο ζωής τους έχουν δημιουργήσει βιομηχανία και τεράστια κι αφάνταστα οικονομικά ενδιαφέρονται.

Και μη βρίσκοντας αντίσταση από μια στέρεη παιδεία όλα αυτά δημιουργούν ένα κατάλληλο έδαφος για να ανθίσει ο εγωκεντρισμός η εγωπάθεια, η κενότητα και φυσικά κάθε κτηνώδες ένστιχτο στο εσωτερικό τους. Προσέξτε το χορό τους με τις ομοιόμορφες στρατιωτικές κινήσεις, μακρά από κάθε διάθεση επαφής και επικοινωνίας. Το τραγούδι τους με τις συνθηματικές επαναλαμβανόμενες λέξεις, η απουσία του βιβλίου και της σκέψης από τη συμπεριφορά τους και ο στόχος για μια άνετη σταδιοδρομία κέρδους και εύκολης επιτυχίας.

Βιώνουμε μέρα με τη μέρα περισσότερο το τμήμα του εαυτού μας - που ή φοβάται ή δεν σκέφτεται, επιδιώκοντας όσο γίνεται περισσότερα οφέλη. Ώσπου να βρεθεί ο κατάλληλος «αρχηγός» που θα ηγηθεί αυτό το κατάπτυστο περιεχόμενό μας. Και τότε θα 'ναι αργά για ν' αντιδράσουμε. Ο νεοναζισμός είμαστε εσείς κι εμείς - όπως στη γνωστή παράσταση του Πιραντέλο. Είμαστε εσείς, εμείς και τα παιδιά μας. Δεχόμαστε να 'μαστε απάνθρωποι μπρος στους φορείς του AIDS, από άγνοια αλλά και τόσο «ανθρώπινοι» και συγκαταβατικοί μπροστά στα ανθρωποειδή ερπετά του φασισμού, πάλι από άγνοια, αλλά κι από φόβο κι από συνήθεια.

Και το Κακό ελλοχεύει χωρίς προφύλαξη, χωρίς ντροπή. Ο νεοναζισμός δεν είναι θεωρία, σκέψη και αναρχία. Είναι μια παράσταση. Εσείς κι εμείς. Και πρωταγωνιστεί ο Θάνατος.»

Πηγή: Εφημερίδα «Ελευθεροτυπία»


Ακολουθεί το δεύτερο μέρος του αφιερώματος


Επιλογές

1. Οδός Ονείρων | Ιούνιος 1962 

Δείτε επίσης την πρεμιέρα του έργου στις 14 Ιουνίου 1962 στο θέατρο «Μετροπόλιταν», που υπάρχει στο Εθνικό Οπτικοακουστικό Αρχείο. Την ίδια μέρα έκανε πρεμιέρα στο θέατρο «Παρκ» η  Όμορφη Πόλη του Μίκη Θεοδωράκη.

Βρείτε το απόσπασμα στον παρακάτω σύνδεσμο: 

2. O κινηματογραφικός Μάνος Χατζηδάκις | Το Όσκαρ του 1960

O Μάνος Χατζιδάκις βραβεύεται με το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού για το τραγούδι Τα Παιδιά του Πειραιά, που ακουγόταν στην ταινία Ποτέ την Κυριακή του Ζυλ Ντασέν.

Τα Παιδιά του Πειραιά είναι ελληνικό τραγούδι, από τα πλέον γνωστά παγκοσμίως, σύνθεση του Μάνου Χατζιδάκι. Η πρώτη ερμηνεία του έγινε από την Μελίνα Μερκούρη για τις ανάγκες της ταινίας "Ποτέ την Κυριακή" σε σκηνοθεσία του Ζυλ Ντασσέν με πρωταγωνίστρια την Μελίνα Μερκούρη. Το τραγούδι κέρδισε Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού για το 1960, το πρώτο βραβείο τραγουδιού που δινότανε σε ξενόγλωσσο τραγούδι. Το τραγούδι προωθήθηκε για πρώτη φορά μέσα από την ταινία τον Οκτώβριο του 1960 από την United Artists Records. Το τραγούδι αυτό έχει ερμηνευθεί από πάρα πολλούς καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο και έχει κερδίσει αρκετές διακρίσεις παγκοσμίως.

Τα παιδιά του Πειραιά γράφτηκαν από τον Μάνο Χατζιδάκι, με την βοήθεια του Γ. Ζαμπέτα. Στην αυθεντική ελληνική τους έκδοση οι στίχοι του τραγουδιού γράφτηκαν και αυτοί από τον Μάνο Χατζιδάκι μέσα σε ένα αυτοκίνητο που τον πήγαινε στο στούντιο να ηχογραφήσει τα τραγούδια για την ταινία και παρουσιάστηκαν για την ταινία Ποτέ την Κυριακή από την Μελίνα Μερκούρη. Οι στίχοι στα ελληνικά (όσο και η γερμανική, ιταλική και γαλλική μετάφρασή τους) αναφέρονται στον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα της ταινίας, την Ίλια. Η Ίλια είναι μια ευτυχισμένη γυναίκα που απολαμβάνει τις χαρές της ζωής, των κατοίκων και της πόλης που ζει, του Πειραιά. Κερδίζει τα λεφτά της σαν εκδιδόμενη γυναίκα, αλλά κάποια μέρα συναντά έναν άνδρα ο οποίος είναι πλήρης και αυτός με τις χαρές της ζωής όπως και αυτή.

Ο Μάνος Χατζιδάκις δεν έχανε ευκαιρία να απαξιώσει το τραγούδι αυτό. Είχε αρνητική άποψη για αυτό το τραγούδι και η ίδια η Μελίνα Μερκούρη όταν το έλεγε σε κάποιον απλώς γελούσε γιατί το τραγούδι είχε σημειώσει τεράστια επιτυχία.

Πηγή: www.popaganda.gr

3.  Δεκαπέντε Εσπερινοί |1964

Eσπερινός, σημαίνει ευλάβεια Ήλιου, καθώς γυρίζει ευαίσθητος μέσα στη πόλη, γεμάτος από τις αναμνήσεις των ετών, που τέλος γέρνει στο πλάι ν' αποκοιμηθεί, αφήνοντας τριγύρω του ηχώ φωτός, αποκαλυπτικές διαθέσεις και μια λεπτότατη ευωδιά αγάπης. Με ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥΣ συλλέγω τη σκορπισμένη ευαισθησία μου και σας την παραδίδω έτσι όπως γεννήθηκε, στ' αληθινό της βάθρο, εκεί που οι έμποροι δε θα μπορούν να της χαλάν την όψη. Όλοι οι EΣΠΕΡΙΝΟΙ χαρίζονται στο γιο μου, που αρχίζει τώρα να μετράει τον κόσμο.

Μάνος Χατζιδάκις (σημείωμα του συνθέτη στην πρώτη έκδοση του δίσκου, 1965)

4. Κεμάλ |1993

Ένα τραγούδι με μία σατανική διαχρονικότητα, ο «Κεμάλ», γράφτηκε από τον Μάνο Χατζιδάκι κατά την παραμονή του στην Αμερική στα τέλη της δεκαετίας του '60 και αποτελεί ένα από τα πιο αγαπημένα του μεγάλου Έλληνα συνθέτη.
Η πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού σε αγγλικό στίχο περιλαμβάνεται στον δίσκο «Reflections», έπειτα από τη συνεργασία του συνθέτη με το συγκρότημα New York Rock & Roll Ensemble. 

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ο Μάνος Χατζιδάκις αποφασίζει το 1993 να εκδώσει το δίσκο στα ελληνικά και συνεργάζεται με τον ποιητή και στιχουργό Νίκο Γκάτσο, ο οποίος γράφει τους στίχους για τα τραγούδια του δίσκου.
Το τραγούδι στα ελληνικά ερμηνεύει η Αλίκη Καγιαλόγλου και ο ίδιος ο Μάνος Χατζιδάκις κάνει τον αφηγητή στην αρχή. Στη συνέχεια το τραγούδι ερμήνευσε πλειάδα καλλιτεχνών, όπως η Μαρία Φαραντούρη, ο Βασίλης Λέκκας, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, η Σαβίνα Γιαννάτου και άλλοι.

Ποιος ήταν όμως ο Κεμάλ που αναφέρεται στο τραγούδι του Χατζιδάκι; 

Την απάντηση δίνει ο ίδιος σε αφήγησή του:


«Στη Νέα Υόρκη το χειμώνα του ΄68, συνάντησα ένα νέο παιδί είκοσι χρονών που το λέγανε Κεμάλ. Μου τον γνωρίσανε. Τι μεγάλο και φορτισμένο από μνήμες όνομα για ένα τόσο όμορφο και νεαρό αγόρι, σκέφθηκα. Είχε φύγει απ' τον τόπο του με πρόσχημα κάποιες πολιτικές του αντιθέσεις. Στην πραγματικότητα, φαντάζομαι, ήθελε να χαθεί μέσ' στην Αμερική.
Του το είπα. Χαμογέλασε. 

-Δέχεστε να σας ξεναγήσω; 

Αρνήθηκε ευγενικά. Προτιμούσε μόνος. Κι έτσι σαν γύρισα στο σπίτι μου τον έκανα τραγούδι, μουσική. Ο Γκάτσος εκ των υστέρων, γράφοντας τους στίχους στα ελληνικά, τον έκανε Άραβα πρίγκιπα να προστατεύει τους αδυνάτους. Κάτι σαν μια ταινία του Έρολ Φλιν του ΄35.
Η Πελοπόννησος (σσ. καταγωγή του Γκάτσου), από τη φύση της αδυνατεί να κατανοήσει την αμαρτωλή ιδιότητα των μουσουλμάνων Τούρκων, που μοιάζουν σαν ηλεκτρισμένα σύννεφα πάνω απ' τον Έβρο, ή σαν χαμένα και περήφανα σκυλιά. Το μόνο που αφήσαμε ανέπαφο στα ελληνικά είναι εκείνο το «Καληνύχτα Κεμάλ».
Είτε πρίγκιπας άραψ είτε μωαμεθανός νεαρός της Νέας Υόρκης, του οφείλουμε μια «καληνύχτα» τέλος πάντων, για να μπορέσουμε να κοιμηθούμε ήσυχα τη νύχτα. Χωρίς τύψεις, χωρίς άχρηστους πόθους κι επιθυμίες. Κατά πως πρέπει σ΄ Έλληνες, απέναντι σ΄ ένα νεαρό μωαμεθανό- όπως θα έλεγεν κι ο φίλος μας ο ποιητής ο Καβάφης.»...


Πηγή: www.ogdoo.gr


 

Βρείτε οπτικοακουστικό υλικό και κάθε είδους επιπρόσθετη πληροφορία  για τη ζωή και τα έργα του Μάνου Χατζηδάκι στον ιστότοπο: που φιλοξενεί το αρχείο του

Για το τέλος... μια από τις πιο μεστές συνεντεύξεις του, πιο επίκαιρη από ποτέ, επίσης, στην εκπομπή «Απαντήστε Παρακαλώ» με τον Κώστα Σερέζη, το 1989.

© 2021   S t y l ί τ ε ς
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε