Φωτιά Αγγέλων

2020-06-15

Caedute eos, Novit enim Dominus qui sunt eius 

Κοζάνη, 14 Ιουνίου 2020 

Ο ήλιος ήταν λαμπερός και διάφανος.

Ο Κάρλ καθόταν μοναχός, στο μπαλκόνι του σπιτιού του. Στο μικρό τραπεζάκι στα δεξιά του ο ζεστός καφές, άχνιζε. Πεταμένα δίπλα μερικά λογοτεχνικά βιβλία. Στο βάθος πίσω του μια μελωδία έπαιζε ένα γλυκόπικρο σκοπό: "Some of these days".

Πίσω του, μπροστά του, υπήρχε ένα σύμπαν. Καθόταν και παρατηρούσε το λιγοστό κόσμο που περνούσε κάτω από το σπίτι του. Το φως του ήλιου μόλις που άγγιζε τα σώματα τους. Ούτε τα σκίαζε, ούτε τα τόνιζε. Από ένα σημείο και μετά, βαρέθηκε να παρατηρεί τα ροδαλά κρανία και τα λεπτοκαμωμένα, ευγενικά και ασήμαντα πρόσωπα των περαστικών. Οι μάσκες, πίστευε πάντα θα του κρύβουν την αλήθεια.

Στα κάγκελα του μπαλκονιού του ήρθε ξαφνικά και κάθισε μια μικρή δεκαοχτούρα.

«Πόσο όμορφη!», σκέφτηκε δίχως δεύτερη σκέψη ο Κάρλ.

Η δεκαοχτούρα δεν τρόμαξε από την παρουσία του ήρωα της μικρής τούτης ιστορίας μας. Στάθηκε εκεί μαζί του, παρέα, στη σιωπή της, μαζεύοντας και αυτή ζωή από τον ήλιο. Που και που γυρνούσε το κεφάλι της και παρατηρούσε τον Καρλ που καθόταν πίσω της, ρουφούσε το ζεστό καφέ του και χάζευε το αγαπημένο του λουλούδι. Το μπονσάι του, ήταν η συντροφιά του, είτε πίσω από το τζάμι της μπαλκονόπορτας του, είτε έξω από αυτήν. Ο Καρλ σκέφτηκε ότι η μικρή του φίλη η δεκαοχτούρα ίσως να βαρέθηκε και αυτή τη μοναξιά του πετάγματος, οπότε απλά τη θαύμαζε και δεν την ενόχλησε, καθώς προστέθηκε στην παρέα του. Την άφησε εκεί να παρατηρεί μαζί του, τις σκιές των περαστικών. Αλλά η ιστορία της δεκαοχτούρας είναι μια άλλη ιστορία.

Ο Κάρλ πήρε στα χέρια του ένα καθαρό χαρτί και ένα μολύβι.

«Νομίζω ότι θα ήταν το καλύτερο να καταγράφω πλέον τα γεγονότα μέρα με τη μέρα. Να κρατώ ημερολόγιο για να τα βλέπω ξεκάθαρα. Να μην αφήνω να περνούν απαρατήρητες οι λεπτές αποχρώσεις, τα μικροσυμβάντα, ακόμη κι αν φαίνονται ασήμαντα. Πρέπει να περιγράφω πως βλέπω την έκταση της φύσης και αυτής της αλλαγής. Όταν ζεις μόνος, ξεχνάς ακόμη και τι σημαίνει η λέξη διηγούμαι: η αληθοφάνεια εξαφανίζεται».

Την διαμάχη των σκέψεων του Κάρλ έσπασε η ξαφνική παρουσία του Πόε, που ξεπήδησε μέσα από το βιβλίο που υπήρχε επάνω στο τραπεζάκι στα δεξιά του.

Πόε: «Αν είναι να συλλογίζεσαι, πιες κάτι δυνατότερο».

Κάρλ: «Είσαι πραγματικά εδώ ή πρόκειται για μια παραίσθηση ακόμα;».

Πόε: «Ένα οικείο πρόσωπο πάντα εμφανίζεται όταν το έχουμε ανάγκη και χρειαζόμαστε κάποια υποστήριξη, Καρλ. Μίλα μου!».

Κάρλ: «Πιστεύεις ότι το μυαλό μου μπορεί να γιατρευτεί; Ή δυσλειτουργία μου με κυριεύει. Σε παρακαλώ κάνε μου συντροφιά όσο χρειάζεται για να μείνουν ζωντανές οι μνήμες. Μετά κάνε ότι θέλεις με το μυαλό μου».

Πόε: «Δυστυχώς Κάρλ η ζημιά είναι μεγάλη. Δεν είναι εύκολο. Πρέπει να διαγράψω τα πάντα. Θα νιώσεις να πεθαίνεις».

Κάρλ: «Θέλησα οι στιγμές της ζωής μου να έχουν αλληλουχία και να ταξινομούνται όπως οι στιγμές μιας ζωής που αναπολούμε. Σαν να ήθελα ν' αρπάξω το χρόνο από την ουρά. Μα όλα αυτά τα χρόνια κρατούσα τις μνήμες ακόμα και όσες προκαλούσαν πόνο ή έβαλαν σε κίνδυνο εμένα και άλλους. Και πέρα από τις προσπάθειες μου, όλα ξεγλιστρούν. Ο χρόνος! Ο χρόνος μου στάθηκε εμπόδιο».

Πόε: «Συγχαρητήρια! Επιτέλους κατάλαβες τι σημαίνει να ζεις. Όλοι είμαστε κατεστραμμένοι. Δεν υπάρχει κάτι πιο ανθρώπινο. Ως φίλος σου, σε συμβουλεύω να μην σπαταλάς πλέον τον χρόνο σου. Η δεύτερη ευκαιρία είναι μια ρωγμή στην πανοπλία σου. Μη τη ρισκάρεις για να σε αγγίξουν».

Ο Κάρλ πάγωσε στα λόγια του Πόε. Άφησε κάτω τον καφέ του και σηκώθηκε. Πλησίασε τη δεκαοχτούρα και την παρακίνησε να πετάξει. Εκείνη άνοιξε τα φτερά της και χάθηκε προς το φως. Ο Κάρλ γέλασε ειρωνικά και ρώτησε τον Πόε: «Που πρέπει να πάμε εμείς που σ' αυτήν την έρημη γη ψάχνουμε τον καλύτερο εαυτό μας;».

Πόε: «Ο πρώτος άνθρωπος της ιστορίας μου δίδαξε ότι το σύμπαν παραδίδεται στο ήρεμο μυαλό. Μην αποτρέψεις ποτέ το βλέμμα σου από το σύμπαν. Ότι είναι αληθινό, είναι όμορφο. Σε έναν ταραχώδη κόσμο που μοιάζει με κόλαση τα μη πρακτικά, έχουν πιο πολλή σημασία. Ένα βιβλίο, ένα όνομα μας βοηθούν να θυμόμαστε ότι και στο ποιο βαθύ σκοτάδι μπορούμε να απολαύσουμε τη ζωή». Ο Κάρλ στάθηκε μπροστά στα κάγκελα του μπαλκονιού του. Κοίταζε με θαυμασμό όλους αυτούς που πήγαιναν πάνω - κάτω και χαχάνιζαν σαν μικρά παιδιά. Στη μέση της καταιγίδας των ανθρώπων, ανακάλυψε τελικά ότι μέσα του υπάρχει ένα αόρατο καλοκαίρι. Κοίταξε ψηλά στον ουρανό, αφήνοντας το φως του ήλιου να δώσει ζωή στα μηλίγγια του και ψιθύρισε: "Caedute eos, Novit enim Dominus qui sunt eius".
Μετά από μερικά λεπτά σιωπής και ενδοσκόπησης ο Καρλ επέστρεψε στην αρχική του θέση, αυτής της καρέκλας ανάμεσα στον καφέ και τα βιβλία του και το αγαπημένο του μπονσάι. Πίσω του, μπροστά του, υπήρχε ένα σύμπαν. Άνοιξε τα ποιήματα του φίλου του, του Πόε και στην τύχη άφησε το δάχτυλο του να πέσει στην πρώτη γραμμή:
«Ήταν καταμεσήμερο καλοκαιριού και ήταν η μέση της νύχτας και στις τροχιές τους τα αστέρια φέγγιζαν χλωμά διαμέσου της νύχτας».

                                                                                                                                        Κεφαλάς Πάνος

Εκπαιδευτικός/Υποψήφιος Διδάκτωρ Ιστορίας

© 2021   S t y l ί τ ε ς
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε